Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ' Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ (30 μέρος)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

Ποιος Φταίει;
Δυο μέρες πέρασαν και ο Δημήτρης περνούσε τον περισσότερο χρόνο του σκεφτόμενος πόσο μίζερος, κρύος, παγωμένος και ανίκανος ήταν.
Όταν πάλι σκεφτόταν το καφέ πουλάκι, θύμωνε γιατί αυτό ήταν ελεύθερο να πετάξει μακριά και χρειαζόταν μόνο ένα μικρό μέρος για να κοιμηθεί και λίγο φαγητό για να χορτάσει.
Κάποιες φορές όμως τα λόγια του πουλιού θα περνούσαν από το μυαλό του, σχετικά με το πώς έπαιρνε αυτό που χρειαζόταν – θέτοντας, όπως ισχυριζόταν, στον εαυτό του απλές ερωτήσεις, κατάφερνε να αντιμετωπίζει κάθε πρόβλημα. Κάθε φορά που το σκεφτόταν, κορόιδευε. Τι ήξερε αυτό για την περίπτωση του; Εξάλλου, ακόμα και αν είχε κάποια μέθοδο, σκεφτόταν, αυτός θα ήταν πολύ κουτός για να την καταλάβει.
Την τρίτη μέρα, ο Δημήτρης ξάπλωσε στο δάπεδο της σπηλιάς και ονειρευόταν ότι ήταν στο σπίτι του, στο δικό του ζεστό κρεβάτι, με την μητέρα του να μαγειρεύει σούπα στη φωτιά και τον πατέρα του και τα αδέρφια του να γελάνε από μέσα. Τον ξύπνησε απότομα ένα όμορφο τραγούδι. Κοίταξε στο δέντρο από πάνω του και είδε το πουλάκι. Αυτό είπε ότι ανακουφίστηκε που τον έβρισκε ζωντανό, καθώς η θερμοκρασία είχε πέσει ακόμη περισσότερο και ένα καινούριο στρώμα χιονιού είχε καλύψει τα πάντα.
Ανακάθισε και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μαγουλά του. Είπε στο καφέ πουλάκι ότι κουράστηκε από την μοναξιά, το κρύο και την πείνα. Το ικέτεψε να του πει πώς θα πάρει αυτό που θέλει. «Σε παρακαλώ, δίδαξε μου πώς σκέφτεσαι,» είπε, «πώς κάνεις στον εαυτό σου τις σωστές ερωτήσεις, και μετά βρίσκεις τις απαντήσεις ώστε να πάρεις όσα χρειάζεσαι. Είπες ότι είναι πολύ απλό. Αν είναι απλό λοιπόν, θέλω να μου το διδάξεις. Είμαι ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ. Προσπάθησα να βρω τον δρόμο μου στον κόσμο άλλα το μόνο που βρήκα ήταν λύπη. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ βρες την καλοσύνη στην καρδιά σου και βοήθησε με, σε ικετεύω!»

Το Μάθημα
Τότε το πουλάκι είπε, «Σήκω πάνω και ξεσκονίσου. Μετά θα πηδήξω στον ώμο σου και καθώς θα πηγαίνουμε έναν περίπατο θα σε ρωτάω κάποια πράγματα. Είσαι εντάξει μ’ αυτό;»
Είμαι πρόθυμος να κάνω οτιδήποτε για να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση!» φώναξε ο Δημήτρης καθώς σηκώθηκε από κάτω και ξεσκόνισε τα ρούχα του.
«Ρώτα με!»
Το καφέ πουλάκι βολεύτηκε στον ώμο του Δημήτρη και τίναξε τα φτερά του. «Ωραία, ας αρχίσουμε. Η πρώτη ερώτηση που θέλω να απαντήσεις είναι: Τι θέλεις πραγματικά; Τι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θέλεις στη ζωή σου αυτή τη στιγμή;»
Αυτή η ερώτηση είναι εύκολη, σκέφτηκε ο Δημήτρης.
«Θέλω να πάω σπίτι.»
«Ωραία» είπε το πουλάκι. «Ερώτηση νούμερο δύο: Αν μπορούσες να πας σπίτι αυτή τη στιγμή, τι καλό θα έκανε αυτό για ‘σένα;»
Ακόμη μια εύκολη απάντηση. «Θα μου πρόσφερε φαγητό και στέγη και θα έβαζε ένα τέλος στην μοναξιά μου.»
«Αν είχες φαγητό και στέγη και δεν ήσουν μόνος άλλο πια, τι θα κέρδιζες από αυτό που είναι ακόμη πιο σημαντικό;»
Ο Δημήτρης σκέφτηκε για μια στιγμή. «Λοιπόν, θα μου έδινε πίσω την οικογένεια μου και την κοινότητα μου.»
«Τίποτα άλλο;»
«Θα είχα γαλήνη και δεν θα χρειαζόταν να περιπλανιέμαι.»
Το καφέ πουλάκι χαμογέλασε μέσα του. «Ερώτηση τρίτη, λοιπόν: πώς θα ξέρεις ότι έφτασες εκεί; Ή με άλλα λόγια, Που είναι το ΕΚΕΙ; Και πώς θα το αναγνωρίσεις; Είναι πολύ σημαντικό για ‘σένα να είσαι συγκεκριμένος.»
«Θα έχω μια στέγη πάνω από το κεφάλι μου και θα έχω γεμάτη την κοιλιά μου. Θα είμαι ζεστός, η οικογένεια μου και οι φίλοι μου θα είναι όλοι γύρω μου και η καρδιά μου θα είναι γεμάτη χαρά.»
«Τι σε εμποδίζει απ’ το να έχεις αυτά τα πράγματα τώρα;»ρώτησε το πουλάκι.
Ο Δημήτρης απάντησε στην τέταρτη ερώτηση. «Είμαι χαμένος.»
«Όταν κάποιος χάνεται, ποια είναι τα πράγματα που μπορεί να κάνει για να διορθώσει την κατάσταση;»
«Ε, υποθέτω θα μπορούσα να ζητήσω οδηγίες. Ξέρεις πώς μπορώ να φτάσω σπίτι μου;»
«Περίεργο που ρωτάς» χαμογέλασε αυτάρεσκα το καφέ πουλάκι. «Τυχαίνει να γνωρίζω ότι ένας φίλος μου, ο οποίος είναι μεγάλος και δυνατός, και πετάει ψηλά και μακριά γνωρίζει κάθε εκατοστό αυτής της περιοχής για 800 χιλιόμετρα. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε αυτόν, αν θέλεις.»
Ο Δημήτρης απογοητεύτηκε. «Γιατί δεν μου το είπες αυτό πριν; Γιατί με άφησες να βασανίζομαι;»
«Δε με ρώτησες ποτέ» απάντησε απλά το πουλάκι. «Δενμπορώ να διαβάσω το μυαλό σου. Δεν ήξερα τι ήθελες.Συμπεριφερόσουν σαν να ήθελες να καθίσεις εκεί, να λυπάσαι και να κατηγορείς τον εαυτό σου. Έτσι κι εγώ σε άφησα μόνο σου, όπως και επιθυμούσες. Τώρα που ξέρω τι θέλεις, μπορώ να σε βοηθήσω. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί η όλη μέθοδος. Σου είπα ότι είναι απλό.»
Ο Δημήτρης ανυπομονούσε. «Πάμε να βρούμε αυτόν τον φίλο σου. Είμαι έτοιμος να ξεκινήσω το ταξίδι για το σπίτι μου αμέσως!»

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Η Ιστορία των 3 Αδερφών (μέρος 2ο)

Το Καφέ Πουλάκι

clip_image002Μια μέρα στις αρχές του χειμώνα, ένα καφέ πουλάκι κάθισε στο κλαδί μιας βελανιδιάς κοντά στον Δημήτρη. Κοίταξε τον νεαρό άνδρα για πολύ ώρα κουνώντας το κεφάλι του με σκέψη. Τελικά τον ρώτησε: «Τι κάνεις σε αυτά τα δάση τέτοια εποχή;» Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε και κοίταξε κατά πάνω. Είπε στο πουλάκι την ιστορία του ταξιδιού του και πως τίποτα δεν είχε έρθει όπως θα ήθελε. Είπε ακόμη ότι γνώριζε ότι δεν είναι πολύ φιλικός, ότι δεν είναι παράξενο που κανείς δεν θέλει να τον γνωρίσει και ότι αυτός φταίει για την μοναξιά του. Ήξερε ότι η οικογένεια του θα ντρεπόταν για αυτόν που είναι τόσο αδύναμος και ήταν σίγουρος ότι ακόμα και η Μητέρα Φύση ήταν εναντίον του, καθώς ο χειμώνας ήρθε νωρίς μόνο και μόνο επειδή αυτός δεν είχε μαζί του ζεστά ρούχα, δεν είχε βρει κατάλληλο καταφύγιο και δεν είχε αρκετό φαγητό. Δήλωσε πως ήταν τελείως άχρηστος. Και το χειρότερο ήταν, είπε στον μικρό του σύντροφο, ότι είχε χάσει τον δρόμο που θα τον γύριζε σπίτι. Μα πώς μπορούσε να είναι τόσο ανόητος ώστε να ταξιδέψει μόνος του χωρίς χάρτη; «Δεν ξέρω τι θα κάνω», είπε, και τον πήραν τα κλάματα.

Το πουλάκι του είπε, «Πραγματικά φαίνεται ότι έχεις πολλά προβλήματα. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό αλλά ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σου πω, γιατί ποτέ δεν έχω νιώσει όπως εσύ. Βλέπεις, ποτέ στην ζωή μου δεν ήμουν σε μια κατάσταση όπου να μη ξέρω τι να κάνω.

«Πώς γίνεται αυτό;» ρώτησε ο Δημήτρης μπερδεμένος. «Όλοι έχουν νιώσει κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;»

«Όχι εγώ» είπε το καφέ πουλάκι. «Ούτε μία φορά. ΠΟΤΕ! Πραγματικά στεναχωριέμαι για ‘σένα και θέλω να σε βοηθήσω.»

«Θα με βοηθούσες, αλήθεια;» ρώτησε ο Δημήτρης έκπληκτος από την ευγενική προσφορά.

«Μα ναι, φυσικά!» τιτίβισε το πουλάκι.

«Τι θα κάνεις για ‘μένα λοιπόν;»

«Μα δεν πρόκειται για το τι θα κάνω εγώ για σένα. Πρόκειται για το τι θα κάνεις εσύ για ‘σένα.»

«Καλά, ευχαριστώ όπως και να ‘χει,» είπε ο Δημήτρης «αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχω κάνει μέχρι τώρα. Θα κάτσω απλά εδώ μέχρι να παγώσω ή να πεθάνω από την πείνα.»

«Καλώς, αυτή είναι δικιά σου επιλογή», είπε το πουλάκι. «Αλλά αν θα το κάνεις αυτό μπορείς σε παρακαλώ να πας κάπου αλλού; Εδώ είναι το μέρος που ζω και δεν θα ήθελα να σε δω να πεθαίνεις.»

«Θες να πεις ότι μένεις εδώ γύρω και θα κάτσεις όλο το χειμώνα και θα είσαι μια χαρά ενώ εγώ θα υποφέρω;»

«Ακριβώς. Ζω εδώ πολλά χρόνια και δεν έχω πρόθεση να φύγω.»

Ο Δημήτρης τότε σηκώθηκε όρθιος. «Ε, αφού θα έχεις αρκετό φαγητό και στέγη για να περάσεις το χειμώνα, γιατί δεν μπορείς να το μοιραστείς μαζί μου;»

«Γιατί ό,τι χρειάζομαι εγώ για τη ζωή μου είναι τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι χρειάζεσαι εσύ για τη δική σου.»

«Ε λοιπόν, πως παίρνεις αυτό που ΕΣΥ χρειάζεσαι;» ρώτησε ο Δημήτρης.

«Απλώς κάνω κάποιες ερωτήσεις στον εαυτό μου και όταν τελειώσω με τις απαντήσεις, ξέρω πώς να πάρω αυτό που χρειάζομαι. Τόσο απλά.»

«Το παίζεις ανώτερος γιατί απλά έχεις όσα χρειάζεσαι και εγώ όχι», αγανάκτησε ο Δημήτρης. «Δεν πιστεύω ότι ξέρεις πραγματικά πώς να πάρεις αυτά που θέλεις. Πιθανότατα έχεις οικογένεια που σου τα παρέχει, οπότε δεν χρειάζεται ποτέ να ανησυχείς. Πάω και στοίχημα ότι ζούνε εδώ δίπλα.»

«Πίστεψε ό,τι θέλεις. Μόνο θυμήσου, εσύ είσαι αυτός που είναι μόνος, πεινασμένος, κρύος και μίζερος. Όταν είσαι έτοιμος να μάθεις πώς να βοηθάς τον εαυτό σου, θα σε διδάξω. Μέχρι τότε, καλή τύχη. Γεια!»

Και με αυτή την κουβέντα το καφέ πουλάκι πήδηξε από το κλαδί και πέταξε μακριά μέσα στον κρύο, παγερό ουρανό.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ “Δ” – η ιστορία 3 αδερφών!

Μια Φορά κι έναν Καιρό

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μικρή πόλη ζούσε ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ο κύριος Δανιήλ Δάρρας, και η όμορφη γυναίκα του, Δέσποινα. Το ζευγάρι ήταν ευλογημένο με τρεις γιούς: τον Δαμιανό, τον μεγαλύτερο, και τους δίδυμους αδερφούς του, Δημήτρη και Διονύση. Ο κύριος Δανιήλ ήταν ο παντοπώλης της πόλης και είχε ένα μικρό κατάστημα το οποίο κληρονόμησε από τον πατέρα του. Το παντοπωλείο εξυπηρετούσε τους κατοίκους και τους αγρότες της μικρής πόλης και των γύρω χωριών, και καθώς υπήρχαν πολλοί κάτοικοι και καμία άλλη τέτοια επιχείρηση κοντά, η οικογένεια ευημερούσε και όλα τα μέλη της απολάμβαναν μια χαρούμενη ζωή.

Οι αδερφοί Δάρρα ήταν ίσοι σε όλα εκτός από ένα: η παράδοση της εποχής και του τόπου υπαγόρευε ότι ο μεγαλύτερος γιος θα κληρονομούσε την δουλειά του πατέρα και εάν υπήρχαν άλλοι γιοι στην οικογένεια, αυτοί έπρεπε να φύγουν μακριά από το σπίτι και να κάνουν την τύχη τους αλλού. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Δαμιανός προετοιμάστηκε για να αναλάβει το κατάστημα. Όταν μεγάλωσε αρκετά, άρχισε να δουλεύει δίπλα στον πατέρα του και γρήγορα πήρε τη θέση του στην κοινωνία της πόλης.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και ήταν πλέον φανερό ότι ο Δημήτρης και ο Διονύσης είχαν πια ωριμάσει. Παρά την απογοήτευση της κυρίας Δέσποινας, ήταν πια καιρός για τους δίδυμους αδερφούς να βγούνε έξω στον κόσμο μόνοι τους και να αναζητήσουν το πεπρωμένο τους. Μάζεψαν όσα πράγματα νόμιζαν ότι θα τους χρειαστούνε σε μικρά σακίδια, πήραν τα γερά τους μπαστούνια πεζοπορίας, και ξεκίνησαν μαζί, πέρα από τους λόφους, για να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους. Λίγο έξω από την πόλη τα αδέρφια συνάντησαν μια διακλάδωση στο δρόμο. Εκεί, ο Δημήτρης αποχαιρέτησε τον δίδυμο αδερφό του, και οι νεαροί άνδρες ξεκίνησαν ξανά με αντίθετες κατευθύνσεις αυτή τη φορά, υποσχόμενοι πως κάποια μέρα θα ξαναβρεθούν όταν πια θα έχουν βρει την θέση τους στον κόσμο.

clip_image002
Μέρος 1. Η περιπέτεια του Δημήτρη

Το ταξίδι

clip_image004Ο Δημήτρης περπατούσε για μέρες, χωρίς σταματημό. Ο καιρός άλλαζε συχνά και υπήρχαν μέρες όπου η άγρια βροχή και η φλογερή ζέστη ήταν αβάσταχτες. Πολλές φορές έβρισκε καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένες παράγκες και κάποιες άλλες σε ρηχές σπηλιές στις πλαγιές των λόφων που συναντούσε. Σε όλο το δρόμο του, αναζητούσε συνεχώς κάποιο ωραίο μέρος για να εγκατασταθεί και κάτι ενδιαφέρον και αξιόλογο για να περάσει τον χρόνο του, αλλά δεν βρήκε τίποτα από τα δύο. Όσο οι μέρες γίνονταν πιο μικρές και πιο ψυχρές, άρχισε να αμφιβάλει αν θα βρει κάποτε το μέρος στο οποίο ανήκει. Άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό του επειδή ξεκίνησε ένα ταξίδι μόνος του σε ένα ξένο τόπο, χωρίς χάρτη, χωρίς συγκεκριμένα σχέδια, και χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει. Ήταν αλήθεια ότι ο Δημήτρης ήτανε πάντα κλειστός, και πολλές φορές τα αδέρφια του διαπίστωσαν ότι δεν έκανε φίλους εύκολα. Καθώς ξόδευε όλο και πιο πολύ χρόνο μόνος, εξοργιζόταν που ήταν ένας ανόητος άνθρωπος με ένα τόσο απλό μυαλό. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, συνάντησε τσαγκάρηδες, σιδεράδες, αγρότες και ενθουσιώδη παιδιά, άλλα επειδή είχε αυτές τις αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό του, κανείς από όσους γνώρισε δεν του προσέφερε τη βοήθεια ή τη φιλία του. Αυτό ενίσχυσε τις κακές σκέψεις που ο Δημήτρης είχε για την συμπεριφορά και τον χαρακτήρα του, και μέρα με τη μέρα ανησυχούσε όλο και πιο πολύ ότι ποτέ δεν θα βρει την τύχη του, κάτι το οποίο με τη σειρά του τον οδήγησε να αποσυρθεί ακόμα περισσότερο από την κοινωνία.

Καθώς οι μέρες έγιναν ακόμη πιο μικρές, ο Δημήτρης συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του, χωρίς να γνωρίζει τον δρόμο της επιστροφής. Επειδή δεν είχε κάνει φίλους, δεν είχε κανέναν στον οποίο να στραφεί για καταφύγιο ή φαγητό, ενώ ο χειμώνας απλωνόταν παντού. Ένιωσε απελπισμένος και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η ζεστή φωτιά και το πλούσιο φαγητό τα οποία απολάμβαναν ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδερφός του και πόσο λάθος έκανε που εγκατέλειψε το σπίτι. Φαντάστηκε λογιών λογιών καταστροφές να τον χτυπούν. Όσο περισσότερο λυπόταν τον εαυτό του, τόσο λιγότερη ενέργεια είχε, με αποτέλεσμα να κάθεται στην σκοτεινή, υγρή σπηλιά με το κεφάλι μέσα στα χέρια του, να φαντάζεται το χειρότερο και να νιώθει αποκαρδιωμένος.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…….