Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ Δ'

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ
ΣΥΝΕΧΕΙΑ Μέρος 7ο

Ένας Άλλος Αγρότης

Όπως περπατούσε, έφτασε σε μια φάρμα. Ήταν φτωχική και ο αγρότης είχε λίγες αποθήκες, άλλα προσέφερε στον νεαρό ταξιδιώτη ένα μέρος για να κοιμηθεί και ένα γεύμα. Ο αγρότης ανησυχούσε για το πώς θα επιβιώσει αυτός και η οικογένεια του, και ζήτησε από τον νέο ένα δάνειο για να μπορέσει να αγοράσει σπόρους. Ο νέος άρχισε να μοιράζεται με τον αγρότη το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή, πώς είχε χάσει όλα τα χρήματα του από έναν ανέντιμο αγρότη, και πώς δεν ήταν διατεθειμένος να πιαστεί κορόιδο για δεύτερη φορά. Αλλά θυμήθηκε την γερόντισσα και τελικά ρώτησε τον αγρότη, «Τι ακριβώς είναι αυτό που θέλεις;». Ο αγρότης απάντησε ότι θέλει να φυτέψει και να καλλιεργήσει καλύτερες σοδειές τον επόμενο χρόνο.


«Τι θα σου φέρει αυτό;» ρώτησε ο Διονύσης. Ο αγρότης αποκρίθηκε ότι αν η φάρμα παρήγαγε ξανά, τότε θα ήταν ικανός να φροντίσει τον εαυτό του και την οικογένεια του.


«Πώς θα το ξέρεις όταν τα πράγματα θα πηγαίνουν καλά;». Ο αγρότης άρχισε να περιγράφει πώς θα πήγαινε ο χρόνος: από την προετοιμασία της γης στο φύτεμα των σπόρων και στο θερισμό της σοδειάς. Δεν υπήρχε όμως τρόπος να προβλέψεις το ποσό του νερού που θα ήταν διαθέσιμο, καθώς τα τελευταία χρόνια υπήρχε ξηρασία.


«Πώς λοιπόν θα ξεκινήσεις να καλλιεργείς σοδειές για να ταΐσεις την οικογένεια σου, ακόμα και αν η βροχή δεν έρθει ξανά αυτό το χρόνο;», ρώτησε ο Διονύσης.


«Δεν ξέρω», απάντησε ο αγρότης.


Ο Διονύσης θυμήθηκε την ερώτηση και ρώτησε, «Πώς μπορείς να το εξακριβώσεις;»
clip_image002
Ο αγρότης σκέφτηκε για λίγο και θυμήθηκε πως υπήρχε ένας άνθρωπος στο χωριό που είχε μαζέψει μια καλή σοδειά, παρά την ξηρασία. «Θα μπορούσα να ρωτήσω τον γερο-Δάμο πώς καλλιεργούσε σε αυτούς του ξηρούς καιρούς».
Και έτσι έκανε. Ο Διονύσης έμεινε για να βοηθήσει τον αγρότη να φυτέψει σοδειές όπως ο γερο-Δάμος και να φροντίσει για αυτές όπως ο γερο-Δάμος. Την εποχή του θερισμού, ο αγρότης είχε αρκετά για την οικογένεια του καθώς και κάποιο περίσσευμα. Αυτό το έδωσε στον Διονύση από ευγνωμοσύνη για την βοήθεια του. Ο Διονύσης πήρε κάποιο μέρος και το πούλησε στην επόμενη πόλη για να αναπληρώσει τα χρήματα του και συνέχισε το ταξίδι του. Πριν φύγει, θύμισε στον αγρότη τις τέσσερις ερωτήσεις: τι θέλω, τι θα μου φέρει, πώς θα το ξέρω, και πώς θα φτάσω εκεί; (Πού ακριβώς είναι το ΕΚΕΙ;). Με ένα χαμόγελο, ο αγρότης απάντησε, «Και η πέμπτη ερώτηση είναι ‘Πώς θα το εξακριβώσω;’»


Ο Διονύσης πήρε λοιπόν το δρόμο του. Στην αγορά της πόλης μπόρεσε να πουλήσει το περίσσευμα της σοδειάς σε καλή τιμή γιατί η περιοχή βασανιζόταν από ξηρασία, και έτσι κατάφερε να βάλει πάλι λεφτά στην τσέπη του όπως και ήλπιζε.

Βρίσκοντας την Αγαπημένη

Ενώ ήταν στην αγορά ο Διονύσης πρόσεξε έναν έμπορο και την όμορφη κόρη του, την Δήμητρα. Τόσο πολύ του άρεσε η κόρη, ώστε αποφάσισε να παραμείνει εκεί γύρω για να δει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.
clip_image004Πολιόρκησε την κοπέλα αρκετές εβδομάδες και τελικά πλησίασε τον πατέρα της για να ζητήσει το χέρι της Δήμητρας σε γάμο. Ο έμπορος ρώτησε τον Διονύση, «Τι θέλεις;».
Ο Διονύσης απάντησε ξεκάθαρα, «Κύριε, επιθυμώ να μοιραστώ την ζωή μου με την όμορφη κόρη σας και θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να φροντίσω για αυτήν και να την κάνω ευτυχισμένη».


Ο έμπορος ρώτησε, «Τι θα σου φέρει αυτό;».


Ο Διονύσης αποκρίθηκε, «Θα είμαι χαρούμενος να φροντίζω την κόρη σας και την οικογένεια μου, μαθαίνοντας να την συντηρώ, και βοηθώντας εσάς όπως μπορώ. Αν το κάνω αυτό θα έχω μία οικογένεια, μία κοινότητα, και μια ζωή για την οποία θα είμαι περήφανος».
Και ο έμπορος τον ρώτησε, «Πώς θα ξέρεις ότι κατάφερες αυτά τα πράγματα;»


Ο Διονύσης απάντησε ειλικρινώς, «Δεν μπορώ βέβαια να προβλέψω το μέλλον, αλλά μπορώ να σας πω ότι θα ζω με μία όμορφη γυναίκα, θα μεγαλώνω τα παιδιά μας, θα τα συντηρώ καλά με καλλιέργειες και εμπόριο, και θα μαθαίνω κάτι κάθε μέρα».


Ο έμπορος χαμογέλασε μπροστά στην ειλικρίνεια του Διονύση και είπε, «Έχεις την ευλογία μου».


Ο Διονύσης παντρεύτηκε την κόρη του εμπόρου στο πιο όμορφο πανδοχείο της πόλης.
Άρχισαν να χτίζουν τη ζωή τους μαζί, και συνεχώς ο καλός γαμπρός βοηθούσε τον έμπορο να επεκτείνει την επιχείρηση του σημαντικά, χρησιμοποιώντας τις ερωτήσεις πάνω στο γούρι της γερόντισσας.
Κάποια στιγμή ο Διονύσης όμως επιθύμησε την οικογένεια του και το σπίτι της παιδικής του ηλικίας. Μία ανοιξιάτικη μέρα αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι πίσω, τώρα που είχε τόσα θετικά πράγματα να μοιραστεί με την οικογένεια του σχετικά με τη νέα του ζωή. Ο πεθερός του, του ζήτησε να εμπορεύεται καθ’ οδόν και του έδωσε συστάσεις για πολλούς εμπόρους.
Εμπιστεύτηκε τον Διονύση, ότι θα κάνει καλή δουλειά, επειδή είχε μάθει πως ό,τι και να συμβεί ο Διονύσης είχε τις τέσσερις ερωτήσεις, «Τι θέλω, τι θα μου φέρει αυτό; Πώς θα το ξέρω, πώς θα φτάσω εκεί;». Και αν ποτέ ο Διονύσης έπιανε τον εαυτό του να λέει, «Δεν ξέρω», ο έμπορος ήξερε ότι η επόμενη ερώτηση του Διονύσης θα ήταν «Πώς μπορώ να εξακριβώσω;». Έτσι έγινε, και ο Διονύσης έφτασε πίσω στο ίδιο σταυροδρόμι στο οποίο ξεκίνησε πριν τόσο καιρό, για να βρει τον αδερφό του ήδη εκεί, με τις δικές του περιπέτειες για να μοιραστεί.
Πέρασαν την υπόλοιπη μέρα περπατώντας προς το χωριό μαζί, και ο καθένας έλεγε με τη σειρά του τι συνέβη και πώς άλλαξε η ζωή του. Το πιο εκπληκτικό ήταν όταν κατάλαβαν πως και οι δύο είχαν διδαχθεί τις ίδιες ερωτήσεις κάτω από διαφορετικές συνθήκες, και πως οι ερωτήσεις ήταν ο λόγος που οι ζωές τους άλλαξαν άρδην. Καθώς έπεσε η νύχτα ο Δημήτρης και ο Διονύσης έφτασαν στο παλιό τους χωριό και άρχισαν να τρέχουν μόλις το σπίτι τους έγινε ορατό μέσα στο μουντό φως του απόβραδου. Μόλις έφτασαν, πετάχτηκαν μέσα δίχως να χτυπήσουν, ανυπόμονοι για τις αγκαλιές της οικογένειας τους. Βρήκαν μια λάμπα κηροζίνης να καίει πάνω στο τραπέζι, αλλά κανέναν σπίτι.
clip_image006
Μέρος 3. Επιστρέφοντας Σπίτι
Αντιμετωπίζοντας την Ένταση

Ο Δανιήλ ήταν ένας δυναμικός άνδρας. Διοικούσε την κληρονομημένη επιχείρησή του αποτελεσματικά και στη ζωή του δεν χρειάστηκε να παλέψει. Ο πατέρας του είχε κάνει διεξοδική δουλειά όταν έστηνε το παντοπωλείο , και το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Δανιήλ ήταν απλά να την διατηρήσει, καθώς οι κάτοικοι του χωριού ήταν έντιμοι άνθρωποι και πάντα εξοφλούσαν τα χρέη τους. Ο Δανιήλ ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος. Όταν κάποιο πρόβλημα παρουσιαζόταν στο κατάστημα, ο Δανιήλ ανέλυε την κατάσταση, έβρισκε τι δεν πάει καλά και γιατί, ανακάλυπτε τι τον εμπόδιζε από το να φτάσει στο αποτέλεσμα που ήθελε, και θεράπευε το πρόβλημα διορθώνοντας την κατάσταση άμεσα και αποτελεσματικά, είτε φέρνοντας νέο εμπόρευμα είτε με τρόπο εισπράττοντας από τους οφειλέτες τα χρήματά του.
Ο Δαμιανός, σαν μεγαλύτερος γιος, έγινε Βοηθός Διευθυντή, και άρχισε να συνεργάζεται με τον πατέρα του. Ο Δαμιανός ήταν ένας έξυπνος, όμορφος και ευγενικός άνθρωπος. Ο πατέρας φρόντιζε για τα θέματα στρατηγικής και τους σημαντικούς πελάτες ενώ ο Δαμιανός χειριζόταν το θέμα των υπηρεσιών και διηύθυνε το κομμάτι των προμηθευτών του καταστήματος.
Ο χρόνος κατά τον οποίο οι νεότεροι αδερφοί του Δαμιανού έφυγαν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους ήταν δύσκολος. Το καλοκαίρι ο καιρός ήτανε βάναυσα καυτός και μια μοιραία ξηρασία είχε ως αποτέλεσμα να ξεραθούνε όλες οι καλλιέργειες. Πολλοί αγρότες δεν είχαν χρήματα για να ξεπληρώσουν τις οφειλές τους στο παντοπωλείο. Ο Δανιήλ είχε παραχωρήσει πολλές πιστώσεις σε παλιούς πελάτες του, βασισμένα μόνο στην καλή τους σχέση, και κάτι τέτοιο έγινε προβληματικό για το κατάστημα. Γιατί καθώς οι αγρότες χρεοκοπούσαν, έπαιρναν μαζί τους και το παντοπωλείο. Το παντοπωλείο έχασε περίπου το 95% του κεφαλαίου του εκείνο το χρόνο και πάλευε για να επιβιώσει.
Ο Δανιήλ και ο Δαμιανός κάθισαν να αναλύσουν την κατάσταση.
Ο Δανιήλ ξεκίνησε την συνεδρίαση. «Έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Έχουμε χάσει πολλά λεφτά και δεν μπορούμε να πληρώσουμε τους προμηθευτές.


Ο Δαμιανός ρώτησε, «Γιατί τους έδωσες αυτές τις πιστώσεις χωρίς δικλίδες ασφαλείας;».


«Γιατί γνωρίζω αυτούς τους αγρότες χρόνια και δεν είχαμε ποτέ προβλήματα.


Δεν μπορώ να καταλάβω πώς συνέβη αυτό σε ‘μένα».


«Κατ’ εμέ, είναι δικιά σου ευθύνη», γκρίνιαξε ο Δαμιανός. «Εσύ δημιούργησες όλο αυτό το χάος με το να εμπιστευτείς σε αυτούς τους ανθρώπους αγορές και πιστώσεις με κακούς όρους για το κατάστημα.


«Το φταίξιμο δεν είναι δικό μου», απάντησε ο Δανιήλ. «Με όλη την επιχειρησιακή σου εμπειρία θα έπρεπε να είχες προβλέψει κάτι τέτοιο. Γιατί δεν έκανες τίποτα;».


«Δεν φταίω εγώ!», φώναξε ο Δαμιανός, χτυπώντας την γροθιά του στο τραπέζι.


«Γιατί δεν προέβλεψες την ξηρασία;


Σύμφωνα με την συμπεριφορά του καιρού των τελευταίων χρόνων, ήταν σίγουρο ότι θα είχαμε περίοδο ξηρασίας».
«Πότε έχω το χρόνο να κάτσω και να μελετήσω τη συμπεριφορά του καιρού; Είμαι ο ιδιοκτήτης του γενικού παντοπωλείου, όχι ο Ηλίας, ο χαζός του χωριού», αποκρίθηκε ο Δανιήλ.
Και έτσι πήγε η συζήτηση για πολλές ώρες, πατέρας και γιος να αναπτύσσουν ο καθένας την δική του ανάλυση του προβλήματος, και να ρίχνουν το φταίξιμο ο ένας στον άλλο. Και δεν τους έβγαζε πουθενά.

Θύματα του Άγχους

«Καθώς έπεσε το σκοτάδι, ο Δαμιανός έσπρωξε πίσω την καρέκλα του με οργή και έφυγε από το σπίτι για να πάρει λίγο καθαρό βραδινό αέρα. Ο Δανιήλ έμεινε ακίνητος, με τις ίδιες ερωτήσεις να αντηχούν επανειλημμένα στο κεφάλι του, «Τι πήγε στραβά; Γιατί πρέπει να υποφέρουμε; Που έκανα λάθος; Ποιος φταίει; Γιατί.
clip_image008Ανέμειξε αυτά τα ερωτήματα με την σκέψη του πόσο υπέροχη θα ήταν η ζωή του αν δεν είχε αυτό το πρόβλημα. Ξανά και ξανά, συνάντησε τα ίδια τρομερά αισθήματα που ένιωσε όταν έμαθε για πρώτη φορά τις απώλειες των πελατών του. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για εβδομάδες και ο Δανιήλ ένιωθε όλο και χειρότερα. Η καρδιά του δεν άντεξε στην πίεση και μία μέρα κατέρρευσε στο πάτωμα του σπιτιού του.
Είχε την τύχη όμως να τον δει ο γείτονας του, ο ράφτης, και να τον πάει στο γιατρό της πόλης. Ενώ ξάπλωνε ανίκανος να κινηθεί στο στενό κρεβάτι στο σπίτι του γιατρού, αντιμετώπισε άλλη μια σειρά δύσκολων ερωτήσεων, «Γιατί έπρεπε να αρρωστήσω σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, όταν το παντοπωλείο αντιμετωπίζει τόσο σοβαρά προβλήματα; Γιατί δεν με τάισε η γυναίκα μου υγιεινό φαγητό και με έβαλε να δουλέψω στον κήπο μαζί της; Γιατί η ζωή είναι τόσο άδικη μαζί μου;».
Εντωμεταξύ, ο Δαμιανός πήρε τον έλεγχο του παντοπωλείου. Οργάνωσε αρκετές συνελεύσεις προσωπικού καθώς και προσωπικές συναντήσεις με κάθε προμηθευτή ξεχωριστά. Ξόδεψε αρκετό χρόνο για να εξηγήσει στους ανθρώπους του γιατί ήταν αυτοί υπεύθυνοι για την αποτυχία του παντοπωλείου και απαίτησε γραπτές εξηγήσεις και δικαιολόγηση από όλους. Ξεχώρισε δύο ανθρώπους οι οποίοι πρότειναν τις περισσότερες από τις πιστώσεις στον πατέρα του και μετά από σύντομες συνεντεύξεις, τους απέλυσε και τους δύο.
Και επειδή ενός κακού μύρια έπονται, ένα μεγαλύτερο παντοπωλείο από ένα γειτονικό χωριό ετοιμαζόταν να ανοίξει ένα κατάστημα στην άλλη μεριά του χωματόδρομου. Ο ταμίας που δούλευε στο παντοπωλείο από τα χρόνια του παππού του Δαμιανού αγανάκτησε τόσο πολύ με τον τρόπο που ασκούσε ο Δαμιανός την διοίκηση, που σηκώθηκε και έφυγε από την πόλη, παίρνοντας μαζί του γνώσεις δύο γενεών και τα εναπομείναντα μετρητά. Ο Δαμιανός έμεινε με μία επιχείρηση που βούλιαζε, με λίγους τελευταίους πελάτες, καθόλου μετρητά, δυσαρεστημένους υπαλλήλους και έναν άρρωστο πατέρα που δεν μπορούσε να βοηθήσει.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Δεν υπάρχουν σχόλια: